κηδεμόνα

κηδεμόνα
κηδεμών
one that has charge of
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κηδεμόν' — κηδεμόνα , κηδεμών one that has charge of masc acc sg κηδεμόνι , κηδεμών one that has charge of masc dat sg κηδεμόνε , κηδεμών one that has charge of masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • αδασκάλευτος — η, ο [δασκαλεύω] 1. αυτός που δεν έλαβε μόρφωση, ο αδίδακτος 2. που δεν δασκαλεύτηκε, δεν καθοδηγήθηκε προκαταβολικά για να πει ή να κάνει κάτι 3. που δεν έχει κηδεμόνα, ο απροστάτευτος …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτρόπευτος — η, ο (Α ἀνεπιτρόπευτος, ον) χωρίς κηδεμόνα ή επόπτη, ακηδεμόνευτος νεοελλ. (Νομ.) 1. (για ανήλικο αχειραφέτητο και υπό νομική απαγόρευση) εκείνος που δεν έχει επίτροπο 2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί επιτροπεία …   Dictionary of Greek

  • απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α …   Dictionary of Greek

  • κηδεμονία — Διεθνές σύστημα διοίκησης και εποπτείας του διεθνούς δικαίου, που προβλέπεται από τα άρθρα 75 91 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο σύστημα της εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Περιλαμβάνει τα εδάφη που διατελούσαν …   Dictionary of Greek

  • κηδεμονεύω — (ΑΜ κηδεμονεύω) [κηδεμών] ασκώ καθήκοντα κηδεμόνα, έχω κάτι ή κάποιον υπό την κηδεμονία μου (α. «κηδεμονεύει τα παιδιά τού αδελφού του» β. «κηδεμονεύειν παίδων», Ιουστιν.) …   Dictionary of Greek

  • κηδεμονικός — ή, ό (ΑΜ κηδεμονικός, ή, όν) [κηδεμών] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία αρχ. 1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν η κηδεμονία. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… …   Dictionary of Greek

  • νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”